συγγενεστέρα

συγγενεστέρα
συγγενεστέρᾱ , συγγενής
congenital
fem nom/voc/acc comp dual
συγγενεστέρᾱ , συγγενής
congenital
fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συγγενέστερα — συγγενής congenital neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγενεστέρας — συγγενεστέρᾱς , συγγενής congenital fem acc comp pl συγγενεστέρᾱς , συγγενής congenital fem gen comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγενεστέραν — συγγενεστέρᾱν , συγγενής congenital fem acc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μιρό, Χουάν — (Joan Miro, Βαρκελώνη 1893 – Πάλμα 1983). Ισπανός ζωγράφος. Από την επαφή του με τη ζωγραφική των φοβιστών και των κυβιστών άντλησε πολύτιμα διδάγματα για την αυτονομία του χρώματος και για την οργάνωση του χώρου. Συγγενέστερα με την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”